- σαπρογένεση
- η, Νβιολ. η περίοδος τού κύκλου ζωής ενός παθογόνου μικροοργανισμού, ιδίως ενός μύκητα, κατά τη διάρκεια τής οποίας ο μικροοργανισμός δεν βρίσκεται σε ζωτική συνεργασία με ζωντανούς ιστούς-ξενιστές και είτε εξακολουθεί να αυξάνεται σε νεκρούς ιστούς-ξενιστές είτε υποπίπτει σε λανθάνουσα κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. saprogenesis (< σαπρός + γένεση)].
Dictionary of Greek. 2013.